άψυκτος

άψυκτος
-η, -ο
αυτός που δεν ψύχτηκε καλά ή καθόλου: Τα κρέατα έμειναν άψυκτα και αλλοιώθηκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άψυκτος — και άψυχτος, η, ο (Α ἄψυκτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί …   Dictionary of Greek

  • ἄψυκτον — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc sg ἄψυκτος not capable of being cooled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψύκτους — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”